- εικοσαράκι
- τοεικοσάλεπτο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικοσαράκι — το νόμισμα είκοσι λεπτών … Dictionary of Greek
εικοσάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι λεπτών («εικοσάλεπτο κέρμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάλεπτο νόμισμα είκοσι λεπτών, εικοσαράκι 3. (για χρόνο) αυτός που διαρκεί είκοσι λεπτά τής ώρας («εικοσάλεπτο διάλειμμα») … Dictionary of Greek
εικοσάλεπτο — το 1. νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών, εικοσαράκι, εικοσάρι. 2. χρονικό διάστημα είκοσι λεπτών της ώρας: Απ εδώ περνάει λεωφορείο κάθε εικοσάλεπτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικοσάρι — το 1. νόμισμα είκοσι λεπτών (εικοσάλεπτο, εικοσαράκι), είκοσι ευρώ. 2. εικοσάδα: Ο έμπορος αγόρασε ένα εικοσάρι παλτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)